- σπόρον
- семя
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
σπόρον — σπόρος sowing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόρος — ο, ΝΜΑ 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού σπείρω, η σπορά, το σπάρσιμο (α. «άρχισε νωρίς νωρίς ο σπόρος» β. «καὶ γὰρ νεατὸς καὶ σπόρος καὶ φυτεία... ὑπαίθρια... ἔργα ἐστίν», Ξεν.) 2. καθετί που σπέρνεται στη γη για να βλαστήσει, το σπέρμα… … Dictionary of Greek
Codex Boreelianus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 09 Beginning o … Wikipedia
Борилианский кодекс — Библейские рукописи: Папирусы • Унциалы • Минускулы • Лекционарии Унциал 09 … Википедия
IOSEPH — I. IOSEPH Cani sil. summ us Sacerdos, A. C. 47. II. IOSEPH Hierosolymorum Ep. A. C. 129. III. IOSEPH ab Arimathaea, ἀνὴρ εὐχήμων, uti vocatur in Euangelio, occultus Iesu Christi diseip. qui eiusdem corpus summo studio honorifice, ac pie… … Hofmann J. Lexicon universale
τελίσκω — και τελέσκω Α (ποιητ. τ.) 1. τελώ, εκτελώ, κάνω, καθιστώ («ἄγονον σπόρον τελίσκει», Νίκ.) 2. παθ. τελίσκομαι και τελέσκομαι α) μυούμαι σε μυστήρια («τελίσκομαι εἰς τὰ ἱερὰ μετὰ θυσιῶν», επιγρ.) β) (γενικά) διδάσκομαι («οὐκ ἔσται τελισκόμενος ἀπὸ… … Dictionary of Greek